- ἐπιμενεῖ
- ἐπιμένωstay onfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιμένωstay onfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιμένει — ἐπιμένω stay on pres ind mp 2nd sg ἐπιμένω stay on pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Archbishop Christodoulos of Athens — Christodoulos redirects here. For the Sicilian admiral, see Christodulus. Christodoulos Archbishop of Athens Enthroned April 28, 1998 Reign ended … Wikipedia
αγνώμιαστος — η, ο [γνωμιάζω] 1. αυτός που δεν προβάλλει τη γνώμη του 2. αυτός που δεν επιμένει στις δικές του γνώμες 3. ο πράος … Dictionary of Greek
ακατάπειστος — η, ο [καταπείθω] αυτός που δεν έχει καταπειστεί, που επιμένει στην άρνησή του … Dictionary of Greek
αρτηριοσκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από αρτηριοσκλήρωση 2. εκείνος που επιμένει σε παλαιές αντιλήψεις, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες και αντιλήψεις … Dictionary of Greek
αυτογνωμοσύνη — αὐτογνωμοσύνη, η (Μ) [αυτογνωμονώ] 1. το να ενεργεί κανείς κατά τη δική του γνώμη 2. το να επιμένει κανείς στη γνώμη του, η ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek